- κανάγιας
- ο, θηλ. κανάγια και κανάγισσα(για πρόσ.) αχρείος, χυδαίος, παλιάνθρωπος, ελεεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canaille < ιταλ. canaglia < λατ. canis «σκύλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανάγιας — ο (λ. γαλλ.), χυδαίος άνθρωπος, παλιάνθρωπος, κάθαρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καγκάγιας — ο κανάγιας* … Dictionary of Greek
Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… … Dictionary of Greek